- βαγξία
- (banksia). Γένος αείφυλλων δέντρων ή θάμνων της οικογένειας των πρωτεϊδών, ιθαγενών της Αυστραλίας. Έχουν βαθιά σχισμένα φύλλα, με ζωηρό πράσινο χρώμα στην πάνω και λευκό στην κάτω επιφάνεια. Χάρη στο ωραίο τους φύλλωμα, θεωρούνται χρήσιμα διακοσμητικά φυτά. Πολλαπλασιάζονται σχεδόν αποκλειστικά με μοσχεύματα. Από τα περίπου 45 είδη του γένους, εκείνα που κυρίως καλλιεργούνται ως διακοσμητικά είναι η β. ηακεραιόφυλλη και η β. η ερεικόφυλλη. Και τα δύο είναι μικρά δέντρα με κιτρινωπά άνθη σε ταξιανθίες. Η β. η πλατύφυλλη είναι θάμνος με μεγάλα αγκαθωτά φύλλα. Όλα τα είδη β. μπορούν να καλλιεργηθούν και στην Ελλάδα.
Dictionary of Greek. 2013.